- γεωμόριον
- γεωμόριον, το (Μ) [γεωμόρος]1. το γεώμορον2. μέρος καλλιεργημένης γης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεωμόριον — γεωμορέω till imperf ind act 3rd pl (doric) γεωμορέω till imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)